ρίγα

ρίγα
Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του αιώνα, αρχιεπισκοπή. Μέλος μετά της Χανσεατικής Ένωσης αναπτύχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Βαλτικής, με κάποια πολιτική αυτονομία, υπό τους Τεύτονες Ιππότες. Η Ρ. περιήλθε μετά διαδοχικά το 1561 στην Πολωνία, το 1621 στη Σουηδία και το 1710 στη Ρωσία, και αναδείχτηκε σε δεύτερο λιμάνι της Βαλτικής και διοικητική πρωτεύουσα της Λιβονίας. Κατελήφθη από τους Γερμανούς κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο· από το 1918 υπήρξε πρωτεύουσα της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Λετονίας και το 1940 αποτέλεσε τμήμα της πρώην ΕΣΣΔ· κατελήφθη πάλι από τους Γερμανούς από το 1941 μέχρι το 1944, την ξαναπήραν μετά οι Σοβιετικοί, και από το 1945 ήταν πρωτεύουσα της πρώην Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας της Λετονίας. Μεταξύ των μνημείων της αναφέρουμε: το φρούριο (16ος-17ος αι.), τον καθεδρικό ναό (13ος-16ος αι.), τους ναούς του Αγίου Πέτρου (15ος αι.) και του Αγίου Ιακώβου, τον Οίκο των Μαύρων Κεφαλών (14ος-17ος αι.), την Πύλη των Σουηδών (17ος αι.), το δημαρχείο και την Όπερα. Η Ρ. είναι σήμερα, όπως και στο παρελθόν, αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο, έδρα κρατικού πανεπιστημίου (από το 1919), γεωπονικών σχολών, σχολών καλών τεχνών, ωδείου, μουσείων (Δημοτικό και Ιστορικό) και μιας κρατικής βιβλιοθήκης. Η πόλη, που συνδέεται με το εσωτερικό με οδικές και σιδηροδρομικές γραμμές, βασίζει την οικονομία της στο λιμάνι της (παγώνει μόνο 40 ημέρες τον χρόνο), από όπου φορτώνονται ξυλεία χαρτί, λινέλαιο, βούτυρο, αβγά, και στις βιομηχανίες της (ναυτιλιακών ειδών, μεταλλο-μηχανουργίας, χημικών προϊόντων, ηλεκτρομηχανών, βυρσοδεψίας, υφαντουργίας, ελαστικών, ξυλείας, χαρτοποιίας και υαλουργίας). Η Ρίγα, πρωτεύουσα της Λετονίας, που ιδρύθηκε το 1201, διατηρεί πολλά αξιόλογα μνημεία του παρελθόντος, όπως αυτά που βρίσκονται στο μήκος παρόχθιου δρόμου του ποταμού Ντβινά. Άποψη της Ρίγας.
* * *
(I)
(ῥίγα) Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιώπα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί Fίγα, κυπρ. τ. τού σῖγα*].
————————
(II)
και ρήγα, η, Ν
1. χάρακας, κανόνας
2. γραμμή που έχει χαραχθεί με χάρακα, χαρακιά
3. συνεκδ. (σχετικά με ύφασμα ή ρούχο) χρωματιστή ράβδωση («πουκάμισο με πολύχρωμες ρίγες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρῆγλα «χάρακας, κανόνας» (πρβλ. λ. ρέγουλα) < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο», ενώ κατ' άλλους από ιταλ. riga < αρχ. γερμ. riga].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρίγα — η (λ. λατ.) 1. κανόνας ξύλινος ή μετάλλινος. 2. ράβδωση σε ύφασμα ή άλλη επιφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥίγα — ῥί̱γᾱ , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντερ, Κριστιάν — (Ρίγα 1794 – Πετρούπολη 1865). Ρώσος εμβρυολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος. Σπούδασε στο ινστιτούτο του Ντερπτ και σε διάφορα ινστιτούτα της Γερμανίας. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης. Το 1842 διορίστηκε στο υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • ρήγλα — η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν 1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών 2. χάρακας, κανόνας νεοελλ. η ρίγα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι σίδηρα ὡς ῥάβδοι» 2. ο έστωρ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula… …   Dictionary of Greek

  • σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι …   Dictionary of Greek

  • Χέρντερ, Γιόχαν Γκότφριντ — (Herder, Μόρουνγκεν, Ανατολική Πρωσία 1744 – Βαϊμάρη 1803). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος. Το 1762 πήγε στο Κένιξμπεργκ όπου έγινε μαθητής του Καντ και συνδέθηκε φιλικά με τον Χάμαν. Στη συνέχεια πήγε στη Ρίγα (1764), όπου έγινε πάστορας. Το… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · …   Wikipedia

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”